άδρυα

άδρυα
ἄδρυα, τα (Α)
λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι)
2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί)
3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και βασική σημ. τής λ. ετυμολογείται από - αθροιστ. (< IE*sm) και δρῡς «δέντρο» (αρχική σημ. τής λ.)
άρα ἅδρυα = μονόξυλα, «απαρτιζόμενα από ένα μόνο ξύλο» (αν η λ. στον Ησύχιο πραγματικά εψιλούτο, τότε η ψίλωση είναι μεταγενέστερη, αναλογική). Οι (2) και (3) σημ. έχουν πιθανώς την ίδια προέλευση ( + δρῡς) με αρχική σημ. «ένα με το δέντρο, μαζί με το ξύλο». Η ερμηνεία αυτή συνδέεται με τη σημ. τού - < sm, που ως ομόρριζο τών ἕνας (*sem-s), ὁμοῦ (*som-), -παξ (*sm-) και ἅμ-α (*sm-), σημαίνει το «ομού, από κοινού, ένα με...». Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη από την ύπαρξη τύπου ()μάδρυ-, τού οποίου ο σχηματισμός (ἅμα + δρῦς) αναλογεί προς τον σχηματισμό ἅδρυα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄδρυα — upright pieces neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάδρυα — μάδρυα, τά (AM) κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (*ἁμάδρυα > μάδρυα βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek

  • αδρύ — το 1. ξύλινη ή σιδερένια σφήνα που συνδέει το τιμόνι του αρότρου με τον ζυγό 2. ποιμενική ράβδος, γκλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄδρυον, που απαντά κυρίως στον πληθ. τὰ ἄδρυα] …   Dictionary of Greek

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”